Η κρίση που χτύπησε την ελληνική οικονομία και κοινωνία ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία να συνταράξει τα λιμνασμένα νερά μιας κοινωνίας που βυθιζόταν ανεπαίσθητα στην παρακμή, μέσα στην παχυσαρκία και την τζουλιοπληξία.
Γεωπολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά, βουλιάζαμε κάθε μέρα και περισσότερο, ενώ μια σαθρή ανάπτυξη, στηριγμένη στη έκρηξη του ναυτιλιακού συναλλάγματος, την άνοδο του τουρισμού και τις κατασκευές, συντηρούσε το όνειρο «της ταχέως αναπτυσσόμενης οικονομίας» του Σημίτη και των πρώτων χρόνων του Καραμανλή (το 2008 η Ελλάδα είχε έσοδα από το ναυτιλιακό συνάλλαγμα 18 δισ., από τον τουρισμό 17 δισ. και από τις εξαγωγές 16 δισ.). Την ίδια στιγμή όμως τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας επιδεινώνονταν.
Η υλική παραγωγή στον βιομηχανικό και τον αγροτικό τομέα έμενε στάσιμη ή και συρρικνωνόταν σε απόλυτα μεγέθη, ενώ βέβαια ως ποσοστό του ΑΕΠ μειωνόταν δραματικά.
Μέσα σε τριάντα χρόνια, από το 1980 έως το 2010, η ελληνική οικονομία έγινε μια οικονομία «υπηρεσιών», και μάλιστα εμποροπαρασιτικού χαρακτήρα, και απώλεσε κάθε παραγωγικό χαρακτήρα. Η ένταξη στην Ε.Ε. λειτούργησε σαν ναρκωτικό που επιδείνωσε τα διαρθρωτικά μας προβλήματα και η κατάργηση της δραχμής και το πέρασμα στην Ευρωζώνη ήρθε να ολοκληρώσει τη διαδικασία, διότι έφερε την ελληνική οικονομία σε άμεσο ανταγωνισμό με χώρες υψηλότερης παραγωγικότητας και τεχνολογίας.
Ωστόσο αυτή η ένταξη πραγματοποιήθηκε και εν τέλει έγινε δεκτή από τον ελληνικό λαό ως όπλο για να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα, που, μετά την εισβολή στην Κύπρο, άρχισε πλέον να εκδηλώνεται ανοικτά εναντίον της Ελλάδας. Όταν μάλιστα κατέρρευσε και το ανατολικό μπλοκ, με όλες τις καταλυτικές αρνητικές συνέπειες που είχε αυτή η κατάρρευση για τις χώρες των Βαλκανίων, η Ευρωπαϊκή Ένωση φάνταζε ως η μοναδική λύση, στον βαθμό που πρώτη προτεραιότητα των βαλκανικών χωρών ήταν η ένταξη στην Ε.Ε.
Έτσι η Ελλάδα βρισκόταν παγιδευμένη ανάμεσα στις απαιτήσεις μιας αυτόκεντρης – ή έστω σχετικά αυτόκεντρης – ανάπτυξης, που επέτασσαν η οικονομική πραγματικότητα και οι ανάγκες της χώρας, και από την άλλη τις απαιτήσεις της πολιτικής πραγματικότητας μιας χώρας, η οποία, πιεζόμενη από την τουρκική επιθετικότητα που εκδηλώνεται όλο και πιο ανοικτά μετά το 1974, κατέφευγε στην «παπική τιάρα» για να αποφύγει το «τουρκικό σαρίκι». Με αυτά τα δεδομένα, η μόνη στρατηγική της χώρας θα ήταν
● η προώθηση επενδύσεων σχετικά υψηλής τεχνολογίας, ώστε να μπορέσει να ανταγωνιστεί στοιχειωδώς τους εοκικούς γίγαντες,
● η διοχέτευση όλων των εοκικών προγραμμάτων στην εκπαίδευση και την έρευνα, δηλαδή η παραγωγική και εκπαιδευτική αναβάθμιση της χώρας,
● η διατήρηση του τελευταίου εργαλείου μιας σχετικής οικονομικής αυτονομίας, δηλαδή του ελληνικού νομίσματος, της δραχμής, ως όπλου για τον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας,
● και προπαντός η δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας στα Βαλκάνια, με τη σύσφιγξη των οικονομικών σχέσεων και όχι απλά με τις αρπαχτές των τραπεζών και των διαφόρων παρασίτων.
Αντ’ αυτών, τα ΕΟΚικά προγράμματα φαγώθηκαν από τους ημετέρους του ΠΑΣΟΚ, της ανανεωτικής αριστεράς και των οικολόγων σε Πανεπιστήμια, ΙΕΚ και άλλες απάτες «σεμιναρίων», η δε αγροτική παραγωγή έπαψε να ενισχύεται με επενδύσεις και έγινε απλώς επιδοτούμενη από τους μηχανισμούς της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Τέλος, η αθρόα μεταναστευτική εισροή ανειδίκευτου και φτηνού εργατικού δυναμικού, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε πρωτοφανή επίπεδα για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, ήρθε να αποτελειώσει την ελληνική οικονομία, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα. Διότι
● υποβάθμισε το τεχνολογικό επίπεδο της παραγωγής, η οποία στηρίχτηκε στα φτηνά χέρια και όχι στην παραγωγική αναβάθμιση και την επένδυση στην τεχνολογία,
● έδιωξε τους Έλληνες από τις κατασκευές, τη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή και δημιούργησε ένα χαμηλής παραγωγικότητας «δουλοκτητικό μοντέλο παραγωγής».
Και όλοι γνωρίζουμε από την ιστορία πως η «δουλοκτησία» εξαχρειώνει τους δουλοκτήτες και υποβαθμίζει το επίπεδο της παραγωγικότητας.
Και όμως, όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν με αυτό το μοντέλο, που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρξαμε – για όσους το θυμούνται – οι μόνοι που το καταγγείλαμε με βάση και την οικονομική λογική. Και υπήρξε μια τέτοια ηχηρή σιωπή, διότι η αθρόα είσοδος φτηνών εργατικών χεριών επέτρεψε την πτώση του πληθωρισμού, επειδή έπεσε το κόστος της εργασίας, ενώ ανέβασε πρόσκαιρα τα εισοδήματα και την κοινωνική θέση των Ελλήνων εργαζομένων.
Έτσι τα παρασιτικά χαρακτηριστικά έγιναν ακόμα πιο έντονα. Οι επενδύσεις κατευθύνονταν μόνο σε δρόμους και «μεγάλα έργα», διευκολύνοντας την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και του παρασιτικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές να διευρυνθούν και οι εξαγωγές να μείνουν στάσιμες.
Χρηματιστήριο, Καγιέν και Ολυμπιακοί Αγώνες έμοιαζε να είναι το νέο όνειρο της Ελλάδας. Και, μέσα στη σύγχυση, η κυβέρνηση Σημίτη πέτυχε την τελευταία πινελιά στην παρασιτοποίηση της ελληνικής οικονομίας, την είσοδο στη Νομισματική Ένωση και την καθιέρωση του ευρώ, και μάλιστα με σχετικά υψηλή ισοτιμία: ένα ευρώ προς 340 δραχμές.
Έτσι το ΑΕΠ της Ελλάδας εμφανίστηκε να κάνει ένα άλμα προς τα πάνω, αλλά στην πραγματικότητα ενισχύθηκε η ακρίβεια και διευκολύνθηκαν ο δανεισμός και οι εισαγωγές, ενώ έγιναν ακόμα πιο δύσκολες οι εξαγωγές! Επί πλέον η πλασματική άνοδος του ΑΕΠ επέτρεπε ακόμα μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα και άνοδο του χρέους, μια και η Ελλάδα εμφανίστηκε να τα μειώνει δήθεν ως ποσοστό του ΑΕΠ!
Όταν λοιπόν ήρθε η παγκόσμια κρίση, η Ελλάδα βρέθηκε εντελώς ανυπεράσπιστη και απροετοίμαστη, σε απελπιστική θέση, ενώ οι τομείς στους οποίους στηριζόταν, η ναυτιλία και ο τουρισμός, μπήκαν σε κρίση.
Άρχισε λοιπόν η γενικευμένη αποδόμηση ενός μοντέλου που επιδεινώθηκε δραματικά από την πολιτική διαχείριση, τόσο του τελευταίου χρόνου της καραμανλικής διακυβέρνησης όσο και, κυρίως, των μαθητευόμενων μάγων της πιο άσχετης και ενδοτικής κυβέρνησης που έχει κυβερνήσει την Ελλάδα, τουλάχιστον μετά τη μεταπολίτευση.
Εισερχόμεθα λοιπόν σε μια σαρωτική και παρατεταμένη κρίση του παρασιτικού μοντέλου που οικοδομήθηκε στη μεταπολίτευση. Μια κρίση που, δυστυχώς, θα την πληρώσουν βαρύτερα απ’ όλους τα ίδια τα λαϊκά στρώματα.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται, είναι ποια πρόταση μπορεί να διαμορφωθεί σήμερα για την αντιμετώπιση της κρίσης και ποια είναι η προσφορότερη για την εθνική οικονομία και τα λαϊκά στρώματα, συνυπολογίζοντας πάντα τα γενικότερα πολιτικά και γεωπολιτικά προβλήματα της χώρας. Τρεις είναι οι προτάσεις που σήμερα προωθούνται.
1. Η πρώτη είναι εκείνη της συμμόρφωσης με τις επιταγές του μνημονίου, την οποία προωθεί ολόκληρο το σύστημα της υποτέλειας, και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού.
2. Η δεύτερη είναι η πρόταση της άρνησης του χρέους, παράλληλα ή ταυτόχρονα με την έξοδο από την ΟΝΕ και πιθανότατα από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει τη δυνατότητα διαμόρφωσης σχετικά αυτόνομης οικονομικής πολιτικής.
3. Και η τρίτη είναι εκείνη που υποστηρίζει την αναδιαπραγμάτευση του χρέους, ώστε και να μειωθεί το συνολικό ποσό του με «κούρεμα», δηλαδή υποτίμησή του, και να αυξηθεί ο χρόνος αποπληρωμής του ώστε αυτή να γίνει λιγότερο επαχθής. Σε αυτή την περίπτωση, άλλοι προτείνουν παράλληλα την έξοδο από την ΟΝΕ και άλλοι όχι.
Προφανώς, η πρώτη άποψη δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση. Την ακούμε μήνες από την κυβέρνηση, τα κανάλια, την Καθημερινή, Το Βήμα κ.λπ. και από όλων των ειδών τις γραφίδες, από τον Παπαχελά έως τον Πρετεντέρη. Προσφάτως και από εκείνη του Χρ. Γιανναρά (Βλέπε Καθημερινή, 5 Σεπτεμβρίου).
Θα επιχειρήσουμε να παραθέσουμε ορισμένες από τις σκέψεις μας. Πιστεύουμε πως η αδυναμία της δεύτερης άποψης έγκειται στα εξής τρία σημεία:
1. Πρώτον, προϋποθέτει – ή θεωρεί δυνατή την εμφάνισή τους – την ύπαρξη πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων ικανών να φέρουν σε πέρας μία ολοκληρωτική ρήξη με τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης και του παγκόσμιου καπιταλισμού. Πιστεύουμε πως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στη σημερινή Ελλάδα.
Ως προς τις πολιτικές δυνάμεις, κανείς δεν θα διαφωνήσει. Ωστόσο δεν υπάρχουν ούτε οι κοινωνικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να συμπαραταχθούν με μία τέτοια στρατηγική και οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σχετικά σύντομα και τα αντίστοιχα πολιτικά υποκείμενα. Η ελληνική κοινωνία έχει παρασιτοποιηθεί σε βάθος, δεν διαθέτει πλέον εγχώρια εργατική τάξη και ο μετασχηματισμός της είναι θέμα μακράς διάρκειας. Κατά συνέπεια, αν υποθέταμε πως θα ακολουθούνταν μια στρατηγική άμεσης ρήξης με το παγκόσμιο σύστημα, οι δυνάμεις αυτής της ρήξης θα ήταν μειοψηφικές κοινωνικά και θα προκαλούσαν, πιθανότατα, τα αντίθετα αποτελέσματα.
2. Δεύτερον, η πιθανότητα της χρεοκοπίας και η έξοδος της Ελλάδας από την ΟΝΕ και την Ε.Ε. προωθείται, από την αρχή της κρίσης, από ένα μέρος του γερμανικού και αγγλοσαξονικού κεφαλαίου. Η πτώχευση και η παύση πληρωμών είναι μια υπαρκτή πιθανότητα που θα επιβληθεί στην Ελλάδα και θα προκαλέσει μια εκτεταμένη εκπτώχευση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Εξάλλου ήδη οι Γερμανοί επιδιώκουν την εκδίωξή μας από την ΟΝΕ.
Έτσι, όσο καταστροφική υπήρξε η ένταξή μας στην ΟΝΕ, το ίδιο καταστροφική θα είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, η εκδίωξή μας από αυτήν. Η πιθανή έξοδός μας από την ΟΝΕ πρέπει να πραγματοποιηθεί σε άλλες συνθήκες, αν είναι μεμονωμένη, ή σε περίπτωση γενικευμένης κρίσης του ευρώ.
3. Τρίτον, η λύση της άρνησης του χρέους, ενώ εμφανίζεται ως μία λύση που αρνείται την κηδεμονία των ξένων και διεκδικεί την «εθνική ανεξαρτησία», στην πραγματικότητα υποτιμά τα εθνικά ζητήματα και κινδυνεύει να οδηγήσει σε καταστροφή!
Διότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε δεινή θέση εξ αιτίας της τουρκικής επιθετικότητας και του νεο-οθωμανισμού, με ανοικτά μέτωπα στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη και τα Σκόπια, και οποιαδήποτε έξοδός της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή και η εκδίωξή της από την ΟΝΕ, θα υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο τη διεθνή θέση της και θα πολλαπλασιάσει τους κινδύνους τελεσίδικων απωλειών και πάρα πέρα εθνικής συρρίκνωσης.
Η εθνική μας ανεξαρτησία δεν απειλείται μόνο από το ΔΝΤ και την Κομισιόν, αλλά και από την Ανατολή. Όποιος ξεχνάει αυτή την αποφασιστική παράμετρο, κινδυνεύει να αποφύγει την Σκύλλα για να πέσει στη Χάρυβδη.
Εξάλλου, καθόλου τυχαία, μια τέτοια άποψη διακινείται πολύ έντονα σε χώρους που αρνούνται τη σημασία των εθνικών ζητημάτων και τον κίνδυνο του νεο-οθωμανισμού, αλλά συμπαρασύρει συχνά και δυνάμεις που θεωρητικά έχουν περισσότερο πατριωτική στάση.
Η επιλογή της στάσης πληρωμών μεταβάλλει σε πρωταρχική και κυρίαρχη αντίθεση την αντίθεση με το ΔΝΤ, ξεχνώντας και υποτιμώντας τις υπόλοιπες.
Πρακτικά λοιπόν: Η αναδιάρθρωση του χρέους αποτελεί μία πράξη σύγκρουσης με το διευθυντήριο των Βρυξελλών, το ΔΝΤ και τα κοράκια των τραπεζών και απαιτεί ήδη τεράστιο θάρρος και αποφασιστικότητα. Είναι όμως μια λύση περισσότερο εφικτή διότι δεν οδηγεί σε μετωπική σύγκρουση με το σύνολο του συστήματος και διεθνή απομόνωση, ενώ ταυτόχρονα ελαφρύνει τα βάρη για τον λαό. Πιθανότατα, βέβαια, με τους ενδοτικούς ανικάνους που μας κυβερνούν, σε λίγο καιρό, να είναι και αυτή μια ανέφικτη και ουτοπική λύση – αν ήδη δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο.
Μια τέτοια πρόταση εντάσσεται και σε μία στρατηγική βαθμιαίας ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού της χώρας, έτσι ώστε να ανατραπεί το παρασιτικό μεταπρατικό μοντέλο, χωρίς ταυτόχρονα να βρεθούμε εντελώς ξεκρέμαστοι και απομονωμένοι στην περιοχή.
Πηγή: olympia.gr
Ο μοναδικός υπουργός που παραιτήθηκε είναι ο Μαυρογιαλούρος! Ο μοναδικός υπουργός που παραιτήθηκε από φιλότιμο είναι ο Μαυρογιαλούρος!
Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010
Υπάρχει επιλέξιμη λύση;
Posted by Leonidas at 10:29 π.μ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου